Ευρετήριο Άρθρου

25η Μαρτίου, και όλο το χωριό βρισκόταν στην εκκλησία για την εορτή του Ευαγγελισμού και της Ελληνικής Παλιγγενεσίας. Ο παπάς μνημόνευε τα ονόματα των Ηρώων των πολέμων 1904-1922. Εκείνη τη στιγμή ανοίγει η πόρτα και μπήκε μέσα ο υπεύθυνος σκοπός που παρακολουθούσε και είπε κάτι στους χωριανούς που βρίσκονταν στην πόρτα. Όλοι φάνηκαν αναστατωμένοι, ο ένας ρωτούσε τον άλλο τι συμβαίνει. Οι Γερμανοί ήταν στον Τροπαιούχο με τα κανόνια τους στραμμένα προς το χωριό.

Όλοι άρχισαν να τρέχουν προς την πόρτα, ο Παπαδημήτρης τους πρόσταξε να παραμείνουν ψύχραιμοι. Μετά από δύο μέρες έμαθαν ότι στο χωριό θα γινόταν η συνεδρίαση του ΕΑΜ, με τους Γερμανούς τρία χιλιόμετρα κοντά. Όλοι ετοιμάζονταν για παν ενδεχόμενο παίρνοντας μέτρα για την προφύλαξη τους. Περίμεναν πόλεμο? κανείς τους όμως δεν φαντάστηκε ότι θα έκαιγαν το χωριό? Οι Γερμανοί είχαν φθάσει στο χωριό.

Την 3η Απριλίου ο Θωμάς Σταθόπουλος ήθελε να πάει στο Φλάμπουρο, (τώρα τον στείλανε ή πήγε από μόνος του κανείς δεν το ξέρει), τον πιάσανε οι Γερμανοί στην Άνω Υδρούσα και τον ρώτησαν αν υπήρχαν αντάρτες στο χωριό. Αυτός φαίνεται τους είπε όχι. Έτσι μια ομάδα από εφτά Γερμανούς πήρε το δρόμο και ερχόταν προς το χωριό. Οι αντάρτες είχαν στήσει ενέδρα και τους χτυπήσανε. Οι δύο φύγανε από το ποτάμι και τους άλλους πέντε τους πήραν στο χωριό και τους εκτέλεσαν στο δρόμο. Μετά ήλθε ο πονοκέφαλος? που θα τους θάψουνε; Είχε χιόνι, κι εκεί κοντά είχε ένα σκουπιδότοπο. Τους έθαψαν εκεί κι έπειτα οι γυναίκες τους σκέπασαν με κοπριά και σκουπίδια. Οι αντάρτες επιστράτευσαν 10 άτομα και τους έδωσαν όπλα τα οποία όμως ήταν άχρηστα. Το έκαναν αυτό για να δουν οι Γερμανοί μεγάλη δύναμη ανταρτών. Μόλις γύρισαν την στροφή οι αντάρτες πήραν τον πάνω δρόμο και οι άλλοι τον κάτω. Άφησαν τα όπλα και γύρισαν στο χωριό. Εκεί όλα ήταν άνω κάτω? Όλοι πήραν τον δρόμο για το βουνό.

Τα αντίποινα για την δολοφονία των πέντε Γερμανών δεν άργησαν να έρθουν. Στις 4 του μηνός, ώρα 10, οι Γερμανοί είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες, η μία ήλθε από τον Προφήτη Ηλία, και η άλλη από την γέφυρα, οι πρώτοι μόλις μπήκαν στο χωριό άρχισαν από τον πάνω μαχαλά και βάζοντας φωτιά σε όλα τα σπίτια προχωρούσαν προς τα κάτω. Δεν άργησε να σκοτεινιάσει και τότε κατάλαβαν ότι καιγόταν το χωριό. Ένα μαύρο σύννεφο είδαν να σηκώνεται και κατάλαβαν ότι έκαιγαν την εκκλησία, γιατί όλο λαδομπογιές ήταν και άλλαζε το χρώμα του καπνού. Οι δύο γέροντες κλαίγανε σαν παιδιά. Η άλλη ομάδα με τους αξιωματικούς τους αρχίσανε από κάτω. Οι Γερμανοί προτού μπουν στο χωριό γυρίσανε στο νεκροταφείο, σε δύο τάφους τους οποίους είδαν ότι το χώμα ήταν πρόσφατα σκαμμένο. Είχαν πάρει φτυάρια και τους ανοίξανε. Στον ένα ήταν Κύρκος Χρήστος και στον άλλο ένας αντάρτης που σκοτώθηκε στην συμπλοκή. Μόλις πήγαν στην πλατεία, στο σιντριβάνι φωνάξανε όσους βρήκαν και τους ρώτησαν «αν είδαν τους Γερμανούς που πιάσανε οι αντάρτες και τι τους κάνανε», «τους είδαν για λίγο» απάντησαν αυτοί «μετά τους πήραν οι αντάρτες και φύγανε».

Οι χωριανοί μιλούσαν βλάχικα, ένας Γερμανός το παρατήρησε και τους ρώτησε τι γλώσσα μιλάνε. Του είπαν ρουμάνικα. Ο Γερμανός κάτι είπε στους στρατιώτες του και για αυτό σκόρπησαν και σταμάτησαν τους άλλους να βάζουν φωτιά. Βρέθηκε ένας Γερμανός που ήξερε λίγα σπασμένα ρουμάνικα κι έτσι συνεννοήθηκαν και έμειναν 15-20 σπίτια χωρίς να καούν.