Ευρετήριο Άρθρου

Η Τρίτη βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης (1941-1944) υπήρξε η χειρότερη για τον ελληνικό τους πληθυσμό. Ανάμεσα στις περιπτώσεις αντίστασης ενάντια στους Βούλγαρους στις παραπάνω περιοχές, η εξέγερση της Δράμας της 28ης Σεπτεμβρίου 1941 κατέχει ξεχωριστή θέση.

Στην πραγματικότητα η εξέγερση της Δράμας ήταν μια από τις πρωϊμότερες πράξεις αντίστασης εναντίον των δυνάμεων του Άξονα στην Ευρώπη και η πρώτη σοβαρή επαναστατική πράξη στην Ελλάδα. Ωστόσο, ο τόπος και ο χρόνος της εξέγερσης, καθώς και η αιματηρή της κατάληξη, δημιούργησαν αμφιβολίες ως προς το αν αυτή ήταν όντως μια αυθεντική επανάσταση ή το αποτέλεσμα βουλγαρικής προβοκάτσιας που αποσκοπούσε στην παραχάραξη της εθνικής φυσιογνωμίας της περιοχής.

Αυτή η εργασία επιχειρεί, στο φως νέων δεδομένων που προέκυψαν από γραπτές και κυρίως ? προφορικές μαρτυρίες, καθώς επίσης και από ελληνικές και ξένες αρχειακές πήγες, να μελετήσει σε βάθος τις συνθήκες μέσα στις οποίες ξέσπασε η εξέγερση της Δράμας , να καταγράψει τις τραγικές της συνέπειες και να διασκεδάσει, στο μέτρο του δυνατού, τις αμφιβολίες ως προς την αυθορμησία της.  Οι συγγραφείς, καταρχήν, συσχετίζουν την εξέγερση της Δράμας με παρόμοια γεγονότα τα οποία συνέβησαν στη γύρω περιοχή και, κυρίως, στη γερμανοκρατούμενη περιοχή των Κερδυλίων (νομός Σερρών), εφόσον και στις δύο περιπτώσεις, πίσω από τις αντάρτικες επιθέσεις ήταν οι κομμουνιστές , τα χτυπήματα των οποίων ακολούθησαν πανομοιοτύπως μαζικά αντίποινα, βουλγαρικά και γερμανικά αντίστοιχα παρακολουθούν βήμα προς βήμα την προετοιμασία της εξέγερσης περιγράφουν λεπτομερώς τις επιθέσεις των ανταρτών και των τοπικών ένοπλων ομάδων εναντίον συγκεκριμένων στόχων μέσα στην πόλη της Δράμας και ορισμένα χωριά της ευρύτερης περιοχής στις 28 και 29 Σεπτεμβίου 1941 καταγράφουν, ονομαστικά και αριθμητικά, τις βουλγαρικές απώλειες κατά τη διάρκεια των αντάρτικων επιθέσεων και εκθέτουν αναλυτικά τα σκληρά βουλγαρικά αντίποινα εναντίον των κατοίκων των νομών Σερρών και Καβάλας επιδιώκουν, μέσω μιας συστηματικής επιτόπιας έρευνας , να εντοπίσουν και να καταγράψουν ένα προς ένα όλα τα ονόματα των θυμάτων, δίνοντας έτσι μια έγκυρη απάντηση στο ερώτημα που πλανάται από τότε σχετικά με το συνολικό απολογισμό των θυμάτων βουλγαρικών αντιποίνων περιγράφουν τις κινήσεις και την τύχη των ανταρτών και των χιλιάδων αμάχων που τους ακολούθησαν στις βουνοπλαγιές του Τσάλνταγ και του Παγγαίου από τη Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 1941 ως το Μάιο του 1942, οπότε η τελευταία ανταρτική ομάδα με τον ηγέτη της εξέγερσης Παντελή Χαμαλίδη (ψευδώνυμο: «Αλέκος») συγκρούστηκε με τους Βουλγάρους και εξοντώθηκε από αυτούς κοντά στο χωριό Παραλίμνιο (νομός Σερρών) στην προσπάθειά της να διαβεί τον ποταμό Στρυμόνα. Ήδη, οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές της εξέγερσης είχαν κιόλας συλληφθεί, για να καταδικασθούν σε θάνατο από βουλγαρικό στρατοδικείο και να εκτελεστούνε ομαδικά την 1 Ιουνίου 1942.

Οι συγγραφείς προσπαθούν τελικά να προσδιορίσουν το ρόλο που έπαιξε στα γεγονότα το Μακεδονικό Γραφείο του ΚΚΕ και βγάζουν τα δικά τους συμπεράσματα για τα γεγονότα.

Η εργασία συμπληρώνεται με δύο Παραρτήματα: το πρώτο (Ι) περιλαμβάνει οχτώ (8) πίνακες με στατιστικά και αριθμητικά στοιχεία. Το δεύτερο (ΙΙ) περιλαμβάνει ένα μακρύ κατάλογο που περιέχει τα 2140 ονόματα εκείνων που αποδεδειγμένα έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της επιβολής των βουλγαρικών αντιποίνων στις περιοχές Δράμας, Σερρών και Καβάλας, εμπλουτισμένο με πρόσθετες πληροφορίες για την ταυτότητα των θυμάτων, τις συνθήκες του θανάτου τους, καθώς επίσης και την πηγή ή τις πηγές από τις οποίες αντλούνται πληροφορίες για το καθένα από αυτά.